Λέξη: ευφυολόγημα

Σχετικές λέξεις: ευφυολόγημα

το ευφυολόγημα, ευφυολόγημα συνωνυμα, ευφυολόγημα τι σημαινει

Συνώνυμα: ευφυολόγημα

έπαρση, αλαζονεία, οίηση, φαντασία, κρίση, ευφυολογία

Μεταφράσεις: ευφυολόγημα

ευφυολόγημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
quip, witticism, mot, conceit

ευφυολόγημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chiste, agudeza, ocurrencia, witticism

ευφυολόγημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
witzelei, stichelei, witz, epigramm, witzige Bemerkung, Witz, witticism, Bonmot, Witzes

ευφυολόγημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
esprit, plaisanterie, boutade, épigramme, drôlerie, saillie, plaisanter, trait d'esprit, bon mot, mot d'esprit

ευφυολόγημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
battuta, arguzia, spiritosaggine, motto, witticism

ευφυολόγημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
graça, dito espirituoso, witticism, chiste, witticism do

ευφυολόγημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geestigheid, kwinkslag, gevatte opmerking, boutade, witticism

ευφυολόγημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хохма, колкость, шутка, острота, красного словца, словца

ευφυολόγημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
witticism

ευφυολόγημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vits, witticism, kvickhet

ευφυολόγημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herja, kompa, sukkeluuteen, sukkeluus, sutkaus

ευφυολόγημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vittighed, vits, vittige bemærkning

ευφυολόγημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vtipkovat, vtip, bonmot, vtipná poznámka, vtipkování

ευφυολόγημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żart, żartować, żarcie, dowcip, dowcipna uwaga

ευφυολόγημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szellemes megjegyzés, szellemeskedés, szellemesség

ευφυολόγημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nükte, espri, witticism, şaka, nükteli söz

ευφυολόγημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жарт, шутка

ευφυολόγημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vërejtje e hollë

ευφυολόγημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
духовитост, остроумие, остроумна забележка, остроумия, духовита забележка

ευφυολόγημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жарт, шутка, ці жарт

ευφυολόγημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kild, teravmeelsus, ütlusega, Nutikus, Kompa, Sutkaus

ευφυολόγημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dosjetka, duhov primjedba, duhov

ευφυολόγημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
witticism

ευφυολόγημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sąmojis, Salos, Atjautība, Asprātība, Dowcipna pastaba

ευφυολόγημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atjautība, asprātība

ευφυολόγημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
досетка, духовитост

ευφυολόγημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
butadă, glumă, vorbă de duh, vorbe de duh, vorbă de spirit

ευφυολόγημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Dosjetka

ευφυολόγημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vtip, bonmot
Τυχαίες λέξεις