Gerechtigheid στα ελληνικά

Μετάφραση: gerechtigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιοσύνη, ευσυνειδησία, δικαιοσύνης, δικαιοσύνη του, τη δικαιοσύνη, δικαιοσύνην
Gerechtigheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • geraffineerd στα ελληνικά - σοφιστικέ, εξεζητημένος, καλλιεργημένος, εξευγενισμένα, εκλεπτυσμένη, εκλεπτυσμένο, εξευγενισμένο, ...
  • gerecht στα ελληνικά - φαγητό, επιτροπή, πιάτο, δικαστήριο, τροφή, πιάτων, δίσκο, ...
  • gerechtsgebouw στα ελληνικά - δικαστήριο, επιτροπή, δικαστικό μέγαρο, δικαστικό μέγαρο του
  • gerechtshof στα ελληνικά - ερωτοτροπώ, αυλή, δικαστήριο, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
Τυχαίες λέξεις
Gerechtigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιοσύνη, ευσυνειδησία, δικαιοσύνης, δικαιοσύνη του, τη δικαιοσύνη, δικαιοσύνην