Gerechtszaak στα ελληνικά
Μετάφραση: gerechtszaak, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θήκη, αρμόζω, εξυπηρετώ, περιστατικό, προξενώ, αιτία, βολεύω, προκαλώ, υπόθεση, δίκη, σκοπός, βαλίτσα, κοστούμι, αγωγή, μήνυση, αγωγής, δίκης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gerechtsgebouw στα ελληνικά - δικαστήριο, επιτροπή, δικαστικό μέγαρο, δικαστικό μέγαρο του
- gerechtshof στα ελληνικά - ερωτοτροπώ, αυλή, δικαστήριο, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
- gereed στα ελληνικά - πανέτοιμος, έτοιμος, έτοιμη, έτοιμο, έτοιμοι, έτοιμα
- gereedschap στα ελληνικά - εργαλείο, εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία, μέσων
Τυχαίες λέξεις
Gerechtszaak στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θήκη, αρμόζω, εξυπηρετώ, περιστατικό, προξενώ, αιτία, βολεύω, προκαλώ, υπόθεση, δίκη, σκοπός, βαλίτσα, κοστούμι, αγωγή, μήνυση, αγωγής, δίκης
Μεταφράσεις: θήκη, αρμόζω, εξυπηρετώ, περιστατικό, προξενώ, αιτία, βολεύω, προκαλώ, υπόθεση, δίκη, σκοπός, βαλίτσα, κοστούμι, αγωγή, μήνυση, αγωγής, δίκης