Gesticuleren στα ελληνικά
Μετάφραση: gesticuleren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνέφω, χειρονομώ, χειρονομία, χειρονομούν
Μεταφράσεις
- gesteldheid στα ελληνικά - ροπή, πάθηση, θέση, κατάσταση, τάση, προϋπόθεση, όρο, ...
- gesticht στα ελληνικά - επιβάλλω, θεσπίζω, ιδρύθηκε το, ιδρύθηκε, ίδρυσε, που ιδρύθηκε, στηρίζεται
- gestreng στα ελληνικά - αυστηρός, σέρτικος, δριμύς, σοβαρός, σοβαρή, σοβαρές, σοβαρά, ...
- gestroomlijnd στα ελληνικά - εξορθολογισμένη, βελτιωμένο, εξορθολογισμένο, εκσυγχρονισμένη, αεροδυναμικό
Τυχαίες λέξεις
Gesticuleren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνέφω, χειρονομώ, χειρονομία, χειρονομούν
Μεταφράσεις: γνέφω, χειρονομώ, χειρονομία, χειρονομούν