Λέξη: ώσπου

Σχετικές λέξεις: ώσπου

ώσπου κουδούνι σαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες, ώσπου όλη η ανθρωπότητα, ώσπου η γη να μην γυρίζει πια, ώσπου να, ώσπου θα εν ο θάνατον, ώσπου μια νύχτα ένας διαβάτης περνάει στο δρόμο τραγουδώντας, ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα'να μ έλεγαν τρελό πώς από ένα τίποτα γίνεται ο παράδεισος, ώσπου στα μάτια σου να δω φωτιές, ώσπου στο τέλος κερδίζει μόνο όποιος χάνει πανάρχαια ανεξήγητη ανταμοιβή, ώσπου τέλος ένιωσα

Συνώνυμα: ώσπου

έως, ίσαμε, μέχρις ότου, έως ότου, ότου

Μεταφράσεις: ώσπου

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
until, till, by the time, until it, until a
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hasta, hasta que, hasta el, hasta la
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vertrösten, hinhalten, bis, bis zum, erst, bis zu
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
à, jusque, jusqu'à, jusqu/'à, pour, dans, jusqu'a, en, jusqu'à ce que, jusqu'à ce, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sino, fino, fino a, fino a quando, finché, fino al
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
até, abrir, até que, até o, até a
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voor, totdat, tot, tot en, tot en met
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
к, ко, до, пока, пока не, вплоть до, до тех пор пока
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
til, inntil, før, frem til, frem
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tills, fram, fram till, förrän, till dess
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asti, saakka, mennessä, hamaan, kunnes, ennen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indtil, til, indtil den, før
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
až, do, dokud, až do
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aż, do, dopóty, dopóki, aż do, dopiero
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
amíg, míg, ig
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kadar, dek, yılına kadar, gelene kadar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доки, до, поки
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
derisa, deri, deri në, deri sa, deri më
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
до, докато, докато не, преди
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
да, дасягае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuni, enne
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
do, dok, sve dok, sve do, dok ne
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þar, þar til, til, fyrr en, fyrr
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tenus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iki, kol, tik
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
līdz, kamēr, līdz brīdim
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
до, додека, се додека, додека не, се додека не
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
până la, până, până când, pana, până în
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
do, dokler, dokler ne, dokler se, do leta
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
km, než, do, až, kým, pokiaľ, až kým, dokiaľ
Τυχαίες λέξεις