Χειρονομία στα ολλανδικά

Μετάφραση: χειρονομία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebaar, gesticuleren, geste, gebaren, gebaar van, gesture, beweging
Χειρονομία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χειρονομία

χειρονομία salino, χειρονομία της χαρούλας αλεξίου, χειρονομία κατίδη, χειρονομία σαλπιγγίδη, χειρονομία αλεξίου, χειρονομία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χειρονομία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χειροκροτώ στα ολλανδικά - applaudisseren, toejuichen, moedigen, juichen, juich
  • χειροκρότημα στα ολλανδικά - klap, klappen, clap, druiper, klappen met
  • χειρονομώ στα ολλανδικά - geste, gesticuleren, gebaren, gebaar, gesticulate, zwaaien, gesticuleer
  • χειροπέδη στα ολλανδικά - handboei, manacle, handboeien, boeien, de handboeien aandoen
Τυχαίες λέξεις
Χειρονομία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gebaar, gesticuleren, geste, gebaren, gebaar van, gesture, beweging