Geweifel στα ελληνικά

Μετάφραση: geweifel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δισταγμός, διστακτικότητα, χρωματική αντιπαράθεση, αναποφασιστικότητα, πρόσμειξης, πρόσμειξη, πρόσμιξης
Geweifel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gewas στα ελληνικά - φυτεύω, σοδειά, κουρεύω, τρύγος, φυτό, εργοστάσιο, θερίζω, ...
  • geweer στα ελληνικά - πιστόλι, όπλο, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
  • geweld στα ελληνικά - εξαναγκάζω, βία, δύναμη, βίας, της βίας, τη βία, η βία
  • gewelddadig στα ελληνικά - σωματικός, βίαιος, φυσικός, βίαια, δια της βίας, βία, αναγκαστικά, ...
Τυχαίες λέξεις
Geweifel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δισταγμός, διστακτικότητα, χρωματική αντιπαράθεση, αναποφασιστικότητα, πρόσμειξης, πρόσμειξη, πρόσμιξης