Λέξη: διαπληκτίζομαι

Συνώνυμα: διαπληκτίζομαι

συζητώ, φιλονικώ, αμφισβητώ, μαλώνω

Μεταφράσεις: διαπληκτίζομαι

διαπληκτίζομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wrangle, quarrel, argue, scuffle

διαπληκτίζομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reñir, disputa, argüir, gresca, riña, cuestionar, rifa, discutir, argumentar, sostener, argumentan, alegar

διαπληκτίζομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zank, streit, zerwürfnis, wortwechsel, streiten, argumentieren, krach, gefeilsche, auseinandersetzung, behaupten

διαπληκτίζομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arraisonnez, marchandage, différend, contention, rixe, discussion, bagarre, débattre, arguez, arraisonnons, bagarrer, discuter, conflit, dispute, démontrer, argumenter, soutenir, valoir, prétendre

διαπληκτίζομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
litigare, rissa, alterco, ragionare, lite, bisticciare, questione, disputare, contesa, disputa, baruffa, argomentare, litigio, discutere, sostenere, sostengono, obiettare

διαπληκτίζομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
porfiar, arguir, argumentar, contender, disputa, altercar, discuta, disputar, quantidade, discussão, discutir, querelar, argumentam, alegam, discutem

διαπληκτίζομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
argumenteren, disputeren, twist, heibel, ruzie, twisten, krakelen, twistgesprek, redetwisten, redetwist, herrie, dispuut, strijd, kwestie, kijven, ruziën, betogen, beweren, aanvoeren, redeneren

διαπληκτίζομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оспаривать, разбраниться, спорить, склока, перебранка, спор, брань, поссориться, ссориться, препирательство, придираться, переругаться, полемизировать, разубеждать, проспорить, грызться, утверждают, утверждать

διαπληκτίζομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
argumentere, trette, krangel, strid, hevder, hevde, krangle, argumenterer

διαπληκτίζομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
träta, diskutera, kiv, strid, kivas, gräl, argumentera, gräla, tvist, hävdar, argue, argumenterar, hävda

διαπληκτίζομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saarnata, kiistellä, riita, kinata, keskustella, kinastella, riehua, kina, ristiriita, tinkiä, selkkaus, sanaharkka, tappelu, kiista, hoitaa, tora, väitellä, väittävät, väittää

διαπληκτίζομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
drøfte, skænderi, mundhuggeri, argumentere, diskutere, hævder, hævde

διαπληκτίζομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
argumentovat, potyčka, přemluvit, hádka, pře, dokazovat, debatovat, disputace, svědčit, spor, prozrazovat, pranice, svár, znesvářit, prokazovat, diskutovat, tvrdit, argumentují

διαπληκτίζομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żreć, argumentować, użerać, dowieść, pokłócić, udowadniać, dowodzić, posprzeczać, wnioskować, handryczyć, drzeć, awantura, swar, czubić, wykłócać, bełt, spierać się, twierdzą

διαπληκτίζομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érvel, azzal érvelnek, érvelnek, azt állítják

διαπληκτίζομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavga, tartışmak, iddia, savunuyorlar, ileri, tartışmaya

διαπληκτίζομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аргументувати, привиди, аргументуйте, карантини, переконувати, сперечатися, сперечатись, сперечатиметься

διαπληκτίζομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngatëresë, luftoj, argumentoj, argumentojnë, të argumentojnë, thonë, argumentuar

διαπληκτίζομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пререкания, споря, твърдя, твърдят, спори

διαπληκτίζομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спрачацца

διαπληκτίζομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaidlema, riid, tüli, väitma, väidavad, väita

διαπληκτίζομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prosuditi, svađa, psovati, razuvjeriti, spor, prepirka, diskutirati, kavga, raspravljati, tvrde, tvrditi, smatraju, tvrdi

διαπληκτίζομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
illdeilur, þrefa, halda því fram, halda, halda því, að halda því fram, rökrætt

διαπληκτίζομαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
iurgium

διαπληκτίζομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ginčas, ginčytis, skandalas, kivirčas, vaidas, teigia, teigti

διαπληκτίζομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķilda, strīds, ķildoties, tracis, strīdēties, argumentēt, apgalvo, apgalvot

διαπληκτίζομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се расправаат, тврдат, расправаат, тврди, велат

διαπληκτίζομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ceartă, argumenta, susțin, argumentează, sustin, susține

διαπληκτίζομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trdijo,, trdijo, trditi, trdita, menijo

διαπληκτίζομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hádka, argumentovať, tvrdiť, namietať, argumentovať tým
Τυχαίες λέξεις