Διστακτικότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: διστακτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hapering, aarzeling, geweifel, aarzelen, te aarzelen, aarzelt, aarzeling opnemen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διστακτικότητα
διστακτικότητα συνώνυμα, διστακτικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διστακτικότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δισταγμός στα ολλανδικά - hapering, geweifel, aarzeling, aarzelen, te aarzelen, aarzelt, aarzeling opnemen
- διστακτικός στα ολλανδικά - bedeesd, beschroomd, besluiteloos, aarzelend, terughoudend, aarzelende, aarzelen, ...
- διυλιστήριο στα ολλανδικά - raffinaderij, raffinaderij van, raffinaderijen, raffinage
- διφορούμενος στα ολλανδικά - dubbelzinnig, dubbelzinnige, ambigue, ambigu, onduidelijk
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hapering, aarzeling, geweifel, aarzelen, te aarzelen, aarzelt, aarzeling opnemen
Μεταφράσεις: hapering, aarzeling, geweifel, aarzelen, te aarzelen, aarzelt, aarzeling opnemen