Gezwel στα ελληνικά

Μετάφραση: gezwel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όγκος, πρήξιμο, φλεγμονή, όγκου, του όγκου, όγκο, όγκων
Gezwel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gezondheid στα ελληνικά - υγεία, να σας ευλογεί, σας ευλογεί, σε ευλογώ, σας ευλογήσει, να σε ευλογεί
  • gezouten στα ελληνικά - αλάτι, αλατισμένος, αλατισμένα, αλατισμένο, παστά, αλατισμένα ή
  • gezwind στα ελληνικά - γρήγορα, στόλος, νηοπομπή, γρήγορος, γοργός, γρήγορη, γρήγορο, ...
  • geïsoleerd στα ελληνικά - ερημικός, απομονωμένος, απομονωμένες, απομονωμένο, απομονώνονται, απομονωμένη
Τυχαίες λέξεις
Gezwel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όγκος, πρήξιμο, φλεγμονή, όγκου, του όγκου, όγκο, όγκων