Gil στα ελληνικά
Μετάφραση: gil, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κραυγή, στριγκλίζω, φωνάζω, κραυγάζω, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gigantisch στα ελληνικά - απέραντος, πελώριος, τεράστιος, γιγαντιαίως, γιγαντιαία
- gijzelaar στα ελληνικά - όμηρος, όμηρο, όμηροι, ομήρους, ομηρία
- gilde στα ελληνικά - συντεχνία, τάγματος, του τάγματος, τάγμα, το τάγμα
- gillen στα ελληνικά - στριγγλίζω, στριγκλίζω, κραυγάζω, φωνάζω, κραυγή, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Gil στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κραυγή, στριγκλίζω, φωνάζω, κραυγάζω, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει
Μεταφράσεις: κραυγή, στριγκλίζω, φωνάζω, κραυγάζω, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει