Gratis στα ελληνικά

Μετάφραση: gratis, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτεξούσιος, δωρεάν, τσάμπα, για την ελεύθερη, για δωρεάν, σε ελεύθερη, ελεύθερη
Gratis στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • grasveld στα ελληνικά - καταδότης, πελούζα, γκαζόν, πόα, χόρτο, γρασίδι, χλοοτάπητα, ...
  • gratie στα ελληνικά - χάρη, συγχώρηση, συγχωρώ, συγγνώμη, απονομή χάριτος, χάριτος
  • grauw στα ελληνικά - φαιός, γκρίζος, γκρί, γκρι, γκρίζα, γκρίζο
  • graveerwerk στα ελληνικά - χαρακτική, χαρακτικής, εγχάραξη, εγχάραξη με, χαρακτικό
Τυχαίες λέξεις
Gratis στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτεξούσιος, δωρεάν, τσάμπα, για την ελεύθερη, για δωρεάν, σε ελεύθερη, ελεύθερη