Τσάμπα στα ολλανδικά

Μετάφραση: τσάμπα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlossen, bevrijden, vlot, onbezet, open, vrij, loslaten, gratis, onbelemmerd, afhelpen, los, voor gratis, vrije, nu gratis, het vrije
Τσάμπα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσάμπα

τζάμπα καίει η λάμπα, τσάμπα δόξας, τσάμπα γωγω, τσαμπα το βρακάκι, τσάμπα μάγκασ, τσάμπα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τσάμπα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τρώω στα ολλανδικά - gebruiken, nuttigen, eten, bikken, vreten, hapje, Nosh, ...
  • τσάι στα ολλανδικά - thee, tea, koffie, koffie-, thee-
  • τσάντα στα ολλανδικά - tas, zak, valies, uier, koffer, handkoffer, bag, ...
  • τσάπα στα ολλανδικά - spitten, neger, graven, woelen, schoffel, schoffelen, hak, ...
Τυχαίες λέξεις
Τσάμπα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verlossen, bevrijden, vlot, onbezet, open, vrij, loslaten, gratis, onbelemmerd, afhelpen, los, voor gratis, vrije, nu gratis, het vrije