Λέξη: θύελλα

Σχετικές λέξεις: θύελλα

θύελλα ραφήνας, θύελλα πατρών, θύελλα στο φάρο, θύελλα φιλώτα, θύελλα από ατσάλι pdf, θύελλα από ατσάλι, θύελλα σε παιδική καρδιά, θύελλα και ορμή, θύελλα ραφήνας αεκ, θύελλα από ατσάλι download

Συνώνυμα: θύελλα

φουρτούνα, σφοδρός άνεμος, καταιγίδα, τρικυμία, στριγκλιά, λαίλαψ, κραυγή, τυφώνας, λαιλαπάς, ανεμοστρόβιλος

Μεταφράσεις: θύελλα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blizzard, tempest, storm, gale, hurricane, a storm
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tormenta, tempestad, la tormenta, tormenta de, tormentas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blizzard, sturm, gewitter, schneesturm, Sturm, Gewitter, Unwetter
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
orage, tempête, blizzard, tourmente, la tempête, tempêtes, pluviales
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
procella, bufera, tempesta, burrasca, temporale, tempesta di, storm
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tempestade, temperatura, tormenta, storm, tempestade de, da tempestade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
storm, onweer, de storm, stormen, bui
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пурга, буря, вьюга, буран, метель, шторм, гроза, бури, шторма
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uvær, storm, snøstorm, stormen, uværet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oväder, storm, stormen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
myrsky, tuisku, rajuilma, myrskyn, storm, myrskyssä, myrskyä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
storm, stormen, uvejr, storme
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vichřice, blizard, bouře, bouřka, bouři, bouřkový, storm
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawieja, zamieć, nawałnica, burza, zadymka, sztorm, storm, burzy, burzę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vihar, vihart, a vihar, viharban
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fırtına, storm, fırtınası, yağmur, bir fırtına
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бура, бурячи, заметіль, хурделиця, хуртовина, завірюха, буря, буревій
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stuhi, stuhia, stuhi e, furtunë, furtuna
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
буря, бурята, бури, ураган
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
навальнiца, бура, навальніца
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lumetorm, torm, maru, tormi, storm, tormist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oluja, vijavica, nepogoda, mećava, metež, oluje, nevrijeme, oluju, olujni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bylur, stormur, stormurinn, Storm, óveður, storminn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
procella
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
audra, audros, lietaus, storm, griaustinis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sniegputenis, vētra, Storm, vētras, lietus, vētru
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бурата, бура, на невреме, невреме, невремето
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
furtună, viscol, furtuna, furtuni, furtuni cu, asalt
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
storm, nevihta, neurje, vihar, neurje je
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nepohoda, búrka, búrky, storm, búrke

Στατιστικά δημοτικότητας: θύελλα

Τυχαίες λέξεις