Grondbeginsel στα ελληνικά

Μετάφραση: grondbeginsel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθύνω, αποφασίζω, βασιλεύω, αρχή, κανόνας, αρχής, αρχήν, αρχή της, καταρχήν
Grondbeginsel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • grommen στα ελληνικά - χλιμιντρίζω, βελάζω, μουγκρίζω, γκρινιάζω, γρύλισμα, βρυχηθμός, βρυχηθμό, ...
  • grond στα ελληνικά - προσγειώνω, πάτος, βάθρο, βάση, χώμα, ευτελής, μαγαρίζω, ...
  • gronden στα ελληνικά - ευτελής, διαπιστώνω, εξαπολύω, εκτοξεύω, βρήκα, καθελκύω, βάθρο, ...
  • grondgebied στα ελληνικά - περιφέρεια, κυριαρχία, περιοχή, αρμοδιότητα, μαχαλάς, επαρχία, έδαφος, ...
Τυχαίες λέξεις
Grondbeginsel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθύνω, αποφασίζω, βασιλεύω, αρχή, κανόνας, αρχής, αρχήν, αρχή της, καταρχήν