Λέξη: μαχαιροπήρουνα
Σχετικές λέξεις: μαχαιροπήρουνα
μαχαιροπήρουνα cheese, μαχαιροπήρουνα σετ 72, μαχαιροπήρουνα χρωματιστα, μαχαιροπήρουνα καθημερινα, μαχαιροπήρουνα σκρουτζ, μαχαιροπήρουνα solingen, μαχαιροπήρουνα stainless steel, μαχαιροπήρουνα στα αγγλικα, μαχαιροπήρουνα ιονια, μαχαιροπήρουνα σετ
Μεταφράσεις: μαχαιροπήρουνα
μαχαιροπήρουνα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cutlery, flatware, cuttlery, Dining rooms, of flatware
μαχαιροπήρουνα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuchillería, cubiertos, cubertería, Cuberteria, los cubiertos
μαχαιροπήρουνα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besteck, Besteck, Geschirr, Bestecke
μαχαιροπήρουνα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coutellerie, couverts, étui, des couverts, les couverts, couvert
μαχαιροπήρουνα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
posate, coltelleria, posateria, cutlery, le posate
μαχαιροπήρουνα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
talheres, cutelaria, cutlery, talheres de, de talheres
μαχαιροπήρουνα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestek, messenmakerswerk, eetgerei
μαχαιροπήρουνα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
столовые приборы, столовые, столовых приборов, ножевые, ножевые изделия
μαχαιροπήρουνα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestikk, bestikket
μαχαιροπήρουνα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bestick, besticken
μαχαιροπήρουνα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruokailuvälineet, aterimet, ruokailuvälin, veitset, ruokailuvälineitä
μαχαιροπήρουνα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bestik, knive, bestikket, klipperedskaber
μαχαιροπήρουνα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nožířství, příbory, jídelní příbory, příborů, příbor, jídelní příbor
μαχαιροπήρουνα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nożownictwo, sztućce, sztućców, cutlery, na sztućce
μαχαιροπήρουνα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
evőeszköz, evőeszközök, evőeszközökkel
μαχαιροπήρουνα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çatal bıçak takımı, çatal, cutlery, çatal bıçak, sofra takımı
μαχαιροπήρουνα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
столові прилади, столові прибори, столове приладдя
μαχαιροπήρουνα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
takëm, enë
μαχαιροπήρουνα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прибори, прибори за хранене, прибори за, посуда, ножарски
μαχαιροπήρουνα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сталовыя
μαχαιροπήρουνα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
noad, söögiriistad, söögiriistade, lõikeriistad, lõikeriistade, söögiriistu
μαχαιροπήρουνα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pribor za jelo, pribor za jelo i, jelo, pribor, za jelo
μαχαιροπήρουνα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hnífapör, eggjárn
μαχαιροπήρουνα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stalo įrankiai, peiliai, stalo, stalo įrankių, cutlery
μαχαιροπήρουνα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
galda piederumi, galda, naži, galda piederumu, metālizstrādājumu
μαχαιροπήρουνα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прибор за јадење, прибор, приборот за јадење, прибор за
μαχαιροπήρουνα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tacâmuri, tacamuri, tacâmurilor, a tacâmurilor, tacâmurile
μαχαιροπήρουνα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jedilni pribor, pribor, jedilni, jedilni pribor in ostalo, jedilni pribor in
μαχαιροπήρουνα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
príbory, príbor, pomôcky na varenie, jedáci príbor, vidličky
Στατιστικά δημοτικότητας: μαχαιροπήρουνα
Τυχαίες λέξεις