Λέξη: ικανότητα

Σχετικές λέξεις: ικανότητα

ικανότητα δικαίου και ικανότητα για δικαιοπραξία, ικανότητα έλξης του αυτοκινήτου, ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων, ικανότητα δικαίου, ικανότητα για δικαιοπραξία, ικανότητα παρουσίασης, ικανότητα παρουσίασησ στον εργασιακό χώρο, ικανότητα κορεσμού, ικανότητα διαχείρισης αλλαγών, ικανότητα συνώνυμα

Συνώνυμα: ικανότητα

μαστοριά, δεξιότης, δεξιότητα, ευχέρεια, πείρα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία, διαμέτρημα, αξία, σχολή, δύναμη, ιδιότητα, καθηγητικό σώμα, ανδρεία, γενναιότητα, ικανότης, χωρητικότητα, πνευματική αντίληψη, θέση, αξίωμα, αρμοδιότητα, επάρκεια, εισόδημα, αποδοτικότητα, δραστηριότης, δραστηριότητα, αποδοτικότης, πρόοδος, επίδοση

Μεταφράσεις: ικανότητα

ικανότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aptitude, ability, fitness, proficiency, skill, capacity, capability, competence, efficiency

ικανότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
habilidad, aptitud, pericia, primor, agilidad, capacidad, talento, amaño, destreza, la capacidad, capacidad de, posibilidad

ικανότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befähigung, beschlagenheit, vermögen, eignung, kraft, kunstfertigkeit, fähigkeit, geschick, kunst, neigung, fertigkeit, begabung, geschicklichkeit, seetüchtigkeit, tauglichkeit, gewandtheit, Fähigkeit, Können, Möglichkeit

ικανότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
capacité, adresse, santé, dextérité, savoir-faire, routine, habilité, acquisition, vigueur, artifice, faculté, force, agilité, dispositions, exercice, pertinence, possibilité, aptitude, la capacité, capacité de

ικανότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
competenza, abilitazione, abilità, capacità, destrezza, perizia, attitudine, possibilità, la capacità, capacità di

ικανότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquisição, ajustar, caber, aptidão, dizer, talento, capacidade, habilidade, a capacidade, capacidade de, possibilidade

ικανότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kundigheid, slag, talent, bedrevenheid, acquisitie, begaafdheid, gave, handigheid, geschiktheid, vlugheid, bekwaamheid, vaardigheid, aanleg, vermogen, mogelijkheid, capaciteit, het vermogen

ικανότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
искушенность, уместность, дееспособность, приобретение, правомерность, возможность, годность, смётка, умение, ловкость, платежеспособность, дарование, правоспособность, способность, многоопытность, находчивость, способности, возможности

ικανότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ervervelse, ferdighet, dyktighet, evne, evnen, muligheten, evne til, evnen til

ικανότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skicklighet, fallenhet, förmåga, förmågan, möjlighet, möjligheten, möjligheter

ικανότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyväkuntoisuus, taitavuus, sopiminen, kyvykkyys, taito, kyky, taidot, sopivuus, kelpoisuus, pätevyys, lahjakkuus, kykyä, mahdollisuuden, mahdollisuus, kykyyn

ικανότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
evne, evnen, evne til, mulighed, mulighed for

ικανότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
způsobilost, zručnost, rutina, schopnost, cvik, vhodnost, dovednost, obratnost, zkušenost, důvtip, nadání, možnost, schopnosti, schopností

ικανότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprawność, kompetencja, stosowność, umiejętność, zręczność, biegłość, wprawa, wyrobienie, zdatność, skłonność, tężyzna, możliwość, przydatność, uzdolnienie, siłownia, zdolność, zdolności, Znajomość

ικανότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szakképzettség, használhatóság, képesség, képességét, képes, képessége, képesek

ικανότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hüner, yetenek, yeteneği, becerisi, kabiliyeti, yeteneğini

ικανότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уміння, доречність, спроможність, майстерність, здатності, придатність, спритність, схильність, здатність, дарування, кваліфікація, здібність

ικανότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aftësi, prirje, mjeshtëri, aftësia, aftësinë, aftësia për, aftësia e

ικανότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умение, способност, способността, възможността, способността на, способности

ικανότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адрас, здольнасць, здольнасьць

ικανότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sobivus, vormisolek, võime, oskus, vilumus, kohasus, võimet, suutlikkust, suutlikkus

ικανότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sposobnost, umijeće, podobnost, pogodnost, mogućnosti, sklonost, kvalifikacija, talent, prikladnost, spretnost, forma, predložiti, vještina, mogućnostima, mogućnost, sposobnosti

ικανότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gáfur, hæfileiki, dugnaður, getu, hæfni, geta, getu til, hæfni til

ικανότητα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
facultas, potestas, ars

ικανότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gabumas, sugebėjimas, gebėjimas, galimybė, gebėjimą, gebėjimo

ικανότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kompetence, nosliece, spējas, piemērotība, spēja, spēju, iespēja, prasme

ικανότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
способноста, способност, можноста, можност, способности

ικανότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aptitudine, îndemânare, abilitate, capacitate, capacitatea, capacitatea de, abilitatea

ικανότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zračnost, sposobnost, zmožnost, sposobnosti, Možnost

ικανότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlohy, schopnosť, schopnosti

Στατιστικά δημοτικότητας: ικανότητα

Τυχαίες λέξεις