Grote στα ελληνικά
Μετάφραση: grote, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απίθανος, μεγάλος, εξαιρετικός, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
Μεταφράσεις
- gros στα ελληνικά - πλειονότητα, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστη, ακαθάριστου, ακαθάριστων
- grot στα ελληνικά - καταγώγιο, λημέρι, σπηλιά, άντρο, σπήλαιο, σπηλαίου, σπηλιάς, ...
- grotendeels στα ελληνικά - σε μεγάλο βαθμό, μεγάλο βαθμό, μεγάλο μέρος, ευρέως, πολλοίς
- grotesk στα ελληνικά - απίθανος, αλλόκοτος, τραγελαφικός, τερατώδης, γκροτέσκο, τραγελαφικό, τραγελαφική, ...
Τυχαίες λέξεις
Grote στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απίθανος, μεγάλος, εξαιρετικός, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
Μεταφράσεις: απίθανος, μεγάλος, εξαιρετικός, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες