Λέξη: παράπηγμα

Συνώνυμα: παράπηγμα

υπόστεγο, καλύβη, παράγκα, στάβλος, υπεκφυγή, φάτνη, κάθισμα, στάση, βάθρο, εξέδρα, σταμάτημα, στάντζα

Μεταφράσεις: παράπηγμα

παράπηγμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
booth, shed, stall, hut, shack

παράπηγμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
puesto, cabina, stand, cabina de, stand de

παράπηγμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stand, marktstand, kiosk, messestand, zelle, arbeitskabine, Stand, Messestand, Kabine

παράπηγμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
baraque, échoppe, abri, cabine, kiosque, stand, stand de, le stand

παράπηγμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cabina, stand, cabina di, lo stand, stand di

παράπηγμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tenda, cabine, estande, cabine de, stand, cabina

παράπηγμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hokje, kraam, stand, cabine, booth

παράπηγμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
будка, киоск, кабина, конура, балаган, кабинка, палатка, стенд, Бут, Booth, стенда

παράπηγμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bod, bu, messe, booth, standen, stand

παράπηγμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hytt, monter, montern, båset, bås, booth

παράπηγμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eriö, soppi, koju, koppi, Booth, Boothin, osastolla, kopissa

παράπηγμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kiosk, kabine, booth, stand, standen, bod

παράπηγμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kabina, bouda, budka, Booth, stánek, budky

παράπηγμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kram, szałas, kabina, stragan, budka, stoisko, booth, stoisku

παράπηγμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
boksz, bódé, standján, stand, fülkében, standon

παράπηγμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kulübe, kabin, stand, kabini, standında, standı

παράπηγμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
будка, кіоск, стенд

παράπηγμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kabinë, stendat, stendat e, dhoma, booth

παράπηγμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
будка, кабина, щанд, щанда, сепаре

παράπηγμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стэнд

παράπηγμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
putka, boksis, booth, kabiinis, kiosk

παράπηγμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kabina, tezga, šator, štand, govornica, govornicu, separe

παράπηγμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bás, búð, búðina, búð á, básinn

παράπηγμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kioskas, kabina, stendo, kabinoje, stende, stendą

παράπηγμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kiosks, kabīne, stends, booth, kabīnē, stendā

παράπηγμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кабина, говорница, штанд, параван, штандот

παράπηγμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chioşc, cabină, cabina, standul, cabina de, cabina poarta

παράπηγμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kabina, stojnica, govorilnice, booth, razstavni prostor

παράπηγμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
búda, búdka, automat, búdky, budka
Τυχαίες λέξεις