Handig στα ελληνικά
Μετάφραση: handig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδέξιος, ικανός, σβέλτος, έξυπνος, ειδικός, επιτήδειος, καλός, εμπειρογνώμονας, προχωρημένος, αγαθός, εμπειρογνώμων, εύχρηστος, εύχρηστο, βολικό, πρακτικό, εύχρηστη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- handhaven στα ελληνικά - διατηρώ, συντηρώ, διασώζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, ...
- handhaving στα ελληνικά - εφαρμογή, επιβολή, επιβολής, εκτέλεση, επιβολής του
- handigheid στα ελληνικά - πραγματογνωμοσύνη, κολάι, απόκτημα, κυρτός, απόκτηση, ικανότητα, επιδεξιότητα, ...
- handjevol στα ελληνικά - χούφτα, λίγες, ελάχιστες, λίγα, χούφτας
Τυχαίες λέξεις
Handig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδέξιος, ικανός, σβέλτος, έξυπνος, ειδικός, επιτήδειος, καλός, εμπειρογνώμονας, προχωρημένος, αγαθός, εμπειρογνώμων, εύχρηστος, εύχρηστο, βολικό, πρακτικό, εύχρηστη
Μεταφράσεις: επιδέξιος, ικανός, σβέλτος, έξυπνος, ειδικός, επιτήδειος, καλός, εμπειρογνώμονας, προχωρημένος, αγαθός, εμπειρογνώμων, εύχρηστος, εύχρηστο, βολικό, πρακτικό, εύχρηστη