Handjevol στα ελληνικά
Μετάφραση: handjevol, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χούφτα, λίγες, ελάχιστες, λίγα, χούφτας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- handig στα ελληνικά - επιδέξιος, ικανός, σβέλτος, έξυπνος, ειδικός, επιτήδειος, καλός, ...
- handigheid στα ελληνικά - πραγματογνωμοσύνη, κολάι, απόκτημα, κυρτός, απόκτηση, ικανότητα, επιδεξιότητα, ...
- handkar στα ελληνικά - χειράμαξα, άρμα, αραμπάς, κουβαλώ, καρότσι
- handkoffer στα ελληνικά - πιάνω, κράτημα, τσάντα, λαβή, βαλίτσα, βαλίτσας, τη βαλίτσα, ...
Τυχαίες λέξεις
Handjevol στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χούφτα, λίγες, ελάχιστες, λίγα, χούφτας
Μεταφράσεις: χούφτα, λίγες, ελάχιστες, λίγα, χούφτας