Λέξη: όμως

Σχετικές λέξεις: όμως

όμως όταν με κοιτάς πάω όπου με πας, όμως εγώ θα σου βάλω μυαλό, όμως κόμμα, όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν, όμως συνώνυμα, όμως εγώ γεννήθηκα αλάνι, όμως εμείς είμαστε εμείς, όμως συνώνυμο, όμως ανάμεσα σε κόμματα

Συνώνυμα: όμως

τώρα, τώρα λοιπόν, λοιπόν, ακόμη, εν τούτοις

Μεταφράσεις: όμως

όμως στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
but, however, yet, nevertheless

όμως στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pero, mas, sólo, solamente, sino, todavía, aún, sin embargo, todavía el

όμως στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
doch, nichtsdestoweniger, nichtsdestotrotz, wie, jedoch, dennoch, dagegen, nur, aber, noch, noch nicht

όμως στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sauf, excepté, que, outre, cependant, malgré, mais, comment, toutefois, pourtant, seulement, néanmoins, combien, hormis, encore, l'instant, pas encore

όμως στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pure, comunque, tuttavia, solamente, nondimeno, ma, però, soltanto, ancora, è ancora, ancora presente

όμως στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
somente, entretanto, contudo, só, porém, embora, qual, apenas, mas, todavia, como, como?, ainda, Ainda não, no entanto

όμως στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
desondanks, toch, uitsluitend, echter, pas, hoe, doch, enkel, slechts, maar, niettemin, alleen, nog, maar toch

όμως στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лишь, кроме, помимо, еще, пока, но, ещё, все же

όμως στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kun, bare, men, ennå, anmeldelser ennå, enda

όμως στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utan, bara, endast, men, dock, emellertid, ändå, blott, än, ännu, tyvärr ännu, saknas

όμως στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mutta, kuinka, ainoastaan, kuitenkin, miten, vain, kumminkin, tosin, vaan, toisaalta, silti, vasta, vielä, ole vielä lähettänyt, vielä ole, vielä lähettänyt

όμως στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kun, dog, men, alligevel, blot, endnu, endnu ikke, er endnu

όμως στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kromě, však, ač, leč, než, jen, ať, vyjma, avšak, ale, pouze, ještě, přesto, zatím, dosud

όμως στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaledwie, tylko, jakże, lecz, oprócz, jakkolwiek, natomiast, ale, jednakże, jednak, jeszcze, dotychczas, a, przecież

όμως στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hanem, ám, bármennyire, még, mégis, tartalom, de, még nem

όμως στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sadece, ancak, nasıl, yalnız, henüz, yapılmamış, gönderilmemiş, ama

όμως στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
та, одначе, крім, адже, проте, а, але, однак, ж, ще

όμως στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mirëpo, sidoqoftë, po, megjithatë, veçse, ende, akoma, por, veta, e veta

όμως στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
но, още, все още, все

όμως στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
як, толькi, колькi, яшчэ

όμως στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuid, vaid, siiski, ometi, aga, veel, veel pole, seni, pole veel

όμως στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iako, osim, međutim, doduše, mada, ma, no, ipak, pak, još, gostiju, još uvijek

όμως στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nema, en, enn, enn sem komið, enn sem komið er, enn sem, komið er

όμως στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sed, autem, tamen, vero

όμως στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tiktai, tačiau, bet, o, dar, dar nėra, dar nepateikė

όμως στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tikai, taču, tomēr, vēl, Pagaidām, vēl nav, atsauksmes

όμως στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уште, сепак, но сепак, сеуште, се уште

όμως στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
totuşi, numai, dar, încă, inca, totuși, fost încă

όμως στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
leč, a, vendar, ampak, toda, še, ni, še ni, śe

όμως στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
leč, avšak, však, ale, než, vak, ešte, stále

Στατιστικά δημοτικότητας: όμως

Τυχαίες λέξεις