Inblazen στα ελληνικά
Μετάφραση: inblazen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπνέω, αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inbeslagneming στα ελληνικά - αιχμαλωτίζω, σπασμός, αιχμαλωσία, κατάσχεση, παγίδευση, παγίδευση του, μεσεγγύηση, ...
- inbinden στα ελληνικά - δένω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, ...
- inblikken στα ελληνικά - μπορώ, κουτί, κασσίτερος, κασσιτέρου, κασσίτερο, κασσίτερου, του κασσιτέρου
- inboedel στα ελληνικά - έπιπλα, περιεχόμενα, περιεχόμενο, περιεχομένου, περιεχομένων, το περιεχόμενο
Τυχαίες λέξεις
Inblazen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπνέω, αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Μεταφράσεις: εμπνέω, αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει