Λέξη: κεφαλαιοποιώ
Μεταφράσεις: κεφαλαιοποιώ
κεφαλαιοποιώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
capitalize, capitalized, capitalizes, is capitalized, are capitalized
κεφαλαιοποιώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
capitalizar, capitalizado, capitalizados, capitalizada, capitalizan, capitalizadas
κεφαλαιοποιώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aktivierten, aktivierte, aktiviert, kapitalisierten, kapitalisierte
κεφαλαιοποιώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
capitalisons, capitalisent, capitalisez, capitaliser, capitalisés, capitalisée, capitalisées, capitalisé, capitalisation
κεφαλαιοποιώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capitalizzare, capitalizzati, capitalizzata, capitalizzate, capitalizzato, capitalizzazione
κεφαλαιοποιώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
capitalizar, capitalizado, capitalizados, capitalizada, capitalizadas, maiúscula
κεφαλαιοποιώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gekapitaliseerde, geactiveerde, gekapitaliseerd, hoofdletter, hoofdletters
κεφαλαιοποιώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
капитализировать, наживаться, капитализированный, капитализируются, капитализированы, капитализируется
κεφαλαιοποιώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kapitalisert, kapitaliserte, ført, balanseført, balanseførte
κεφαλαιοποιώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aktiverade, balanserade, aktiveras, kapitaliserade, aktiverad
κεφαλαιοποιώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyödyntää, aktivoidut, pitkävaikutteiset, aktivoitu, aktivoidaan, Aktivoitujen
κεφαλαιοποιώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kapitaliserede, aktiveres, aktiverede, aktiveret, kapitaliseret
κεφαλαιοποιώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kapitalizovat, kapitalizovaný, kapitálově, kapitalizovaných, kapitalizované, kapitalizovaná
κεφαλαιοποιώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skapitalizować, kapitalizować, spieniężać, skapitalizowane, kapitalizowane, aktywowane, kapitalizacji, skapitalizowanej
κεφαλαιοποιώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tőkésített, aktivált, az aktivált, aktiválásra, nagybetűs
κεφαλαιοποιώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
büyük harfle, aktifleştirilmiş, aktifleştirilen, büyük harfli, aktifleştirilir
κεφαλαιοποιώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
капіталізувати, капіталізований, капіталізованим
κεφαλαιοποιώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kapitalizuar, kapitalizuara, mirëkapitalizuar, të kapitalizuara, i kapitalizuar
κεφαλαιοποιώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капитализирана, капитализираната, капитализиран, капитализирани, капитализираните
κεφαλαιοποιώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
капіталізаваць, капіталізаваная, капіталізавалі, капіталізіраваннай
κεφαλαιοποιώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kapitaliseerima, kapitaliseeritud, kapitaliseeritakse, kapitaliseerimata, kapitaliseerita, kapitaliseeritus
κεφαλαιοποιώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kapitalizirati, kapitaliziran, kapitalizirana, kapitaliziraju, kapitalizirane, kapitalizirano
κεφαλαιοποιώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eignfærð, eignar, eignfærður, Eignfært, eignfærðir
κεφαλαιοποιώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kapitalizuojamos, kapitalizuota, kapitalizuojami, kapitalizuotos, kapitalizuotas
κεφαλαιοποιώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kapitalizēti, kapitalizēta, kapitalizētas, kapitalizētā, kapitalizācijas
κεφαλαιοποιώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капитализирани, капитализиран, капитализираат, капитализирана, голема буква
κεφαλαιοποιώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
capitalizată, capitalizat, capitalizate, valorificate, capitalizare
κεφαλαιοποιώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kapitalizirane, kapitalizirana, kapitalizirani, kapitalizira, kapitalizirajo
κεφαλαιοποιώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kapitalizovaný, kapitalizované
Τυχαίες λέξεις