Λέξη: αποκλίνω
Συνώνυμα: αποκλίνω
παρεκκλίνω, εκτρέπω, αποστρακίζω, απομακρύνομαι, διίσταμαι
Μεταφράσεις: αποκλίνω
αποκλίνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
diverge, deflect
αποκλίνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
divergir, divergen, diferir, apartarse, divergentes
αποκλίνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
divergieren, abweichen, auseinander gehen, auseinander
αποκλίνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
divergez, dévier, divergent, diverger, défléchir, se écarter, s'écarter, écarter
αποκλίνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divergere, divergono, discostarsi, divergenti, differire
αποκλίνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
divergir, divergem, diverge, divergentes, afastar
αποκλίνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwijken, uiteenlopen, verschillen, divergeren, uiteen
αποκλίνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уклоняться, отклоняться, разниться, расходиться, отходить, отличаться, расходятся, расходится
αποκλίνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
divergere, divergerer, avviker, spriker, avvike
αποκλίνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
divergerar, avvika, avviker, skiljer, skiljer sig
αποκλίνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loitota, erkaantua, hajaantua, poiketa, poikkeavat, eroavat, poikkeavat toisistaan, eroavat toisistaan
αποκλίνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afviger, divergerer, afvige, divergere
αποκλίνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odchýlit, rozbíhat, rozcházet se, rozcházejí, rozcházet, rozbíhají
αποκλίνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozbiegać, rozchodzić, odbiegać, odchylać, rozchodzą, rozbieżne, rozchodzą się, odbiegają
αποκλίνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eltér, eltérnek, eltérőek, térnek, eltérhet
αποκλίνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sapmak, farklılaşmaya, ıraksayan, ıraksar, diverge
αποκλίνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розходитись, відхиліться, ухилятись, збочувати, розходитися, розходитимуться
αποκλίνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndryshojnë, të ndryshojnë, degëzohem, ndahen, të devijojë
αποκλίνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разминават, разклоняват, отклоняват, се различават, се отклонява
αποκλίνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разыходзіцца, расхадзіцца, расходзіцца
αποκλίνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahknema, hargnema, hajuma, erinevad, kõrvale, erineda
αποκλίνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razilaziti se, razilaziti, razilaze, odstupaju, odstupati
αποκλίνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
víki, munur, stangast, stangast á, munur er
αποκλίνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skirtis, nukrypti, skiriasi, nukryps, nukrypsta
αποκλίνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novirzīties, atšķirties, atšķiras, atšķirīgi, atšėiras
αποκλίνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разминуваат, се разминуваат, разидуваат, отстапуваат, дивергира
αποκλίνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diverge, divergente, sunt divergente, diverg, se abată
αποκλίνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razhajajo, odstopajo, razlikujejo, odstopa, razlikujeta
αποκλίνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozbiehať
Τυχαίες λέξεις