Ingewikkeld στα ελληνικά
Μετάφραση: ingewikkeld, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσεπίλυτος, σύνθετος, πολυσύνθετος, ροζιάρικός, πολύπλοκος, περίπλοκος, περίπλοκη, περίπλοκο, πολύπλοκη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ingeving στα ελληνικά - έμπνευση, έμπνευσης, την έμπνευση, πηγή έμπνευσης, έμπνευσή
- ingevolge στα ελληνικά - σύμφωνα με, σύμφωνα, δυνάμει, βάσει
- ingezetene στα ελληνικά - κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
- ingreep στα ελληνικά - λειτουργία, εγχείρηση, επιχείρηση, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη
Τυχαίες λέξεις
Ingewikkeld στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσεπίλυτος, σύνθετος, πολυσύνθετος, ροζιάρικός, πολύπλοκος, περίπλοκος, περίπλοκη, περίπλοκο, πολύπλοκη
Μεταφράσεις: δυσεπίλυτος, σύνθετος, πολυσύνθετος, ροζιάρικός, πολύπλοκος, περίπλοκος, περίπλοκη, περίπλοκο, πολύπλοκη