Inkorten στα ελληνικά
Μετάφραση: inkorten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κονταίνω, μείωση, μειώνω, ελαττώνω, συντομεύω, μικραίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inkoop στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, αγοράς, την αγορά, αγορές, αγορών
- inkopen στα ελληνικά - αγορά, αγοράζω, αγοράζουν, buy in, αγοράσετε σε, αγοράζει
- inkrimpen στα ελληνικά - περιορίζω, κονταίνω, κόβω, κλαδεύω, κομψός, μειώνω, κόψιμο, ...
- inkt στα ελληνικά - μελάνι, μελάνη, μελάνης, μελανιού, του μελανιού
Τυχαίες λέξεις
Inkorten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κονταίνω, μείωση, μειώνω, ελαττώνω, συντομεύω, μικραίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Μεταφράσεις: κονταίνω, μείωση, μειώνω, ελαττώνω, συντομεύω, μικραίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί