Λέξη: κλώσημα

Μεταφράσεις: κλώσημα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clutch, klosima
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
embrague, acoplamiento, klosima
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schaltkupplung, gelege, vogelgelege, kupplung, kuppelung, klosima
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accouplement, empoigner, appréhender, happer, agriffons, capturer, griffe, prendre, étreindre, agriffez, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ghermire, adunghiare, innesto, frizione, avvinghiare, klosima
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
klosima
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
koppeling, grijpen, bemachtigen, klosima
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тиски, зажать, сцепление, стягивание, сжатие, муфта, вцепляться, власть, схватить, зажим, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klosima
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klosima
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kytkin, pitää, jumiutua, jumittua, klosima
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kobling, gribe, klosima
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sevřít, chytat, chytit, popadnout, chňapat, spojka, sevření, pazour, dráp, svírat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chwycić, chwyt, ściskać, wyląg, pazur, uścisk, chwytak, chwytać, sprzęgło, klosima
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kuplung, klosima
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
klosima
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ухопитися, зчеплення, яйця, владу, захоплення, klosima
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
klosima
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хватка, klosima
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
klosima
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haare, sidur, klosima
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kvačilo, zgrabiti, zahvat, spojka, hrvanje, šape, klosima
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klosima
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sankaba, klosima
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sajūgs, klosima
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
klosima
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ambreiaj, klosima
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spojka, klosima
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spojka, klosima
Τυχαίες λέξεις