Λέξη: θεϊκός

Σχετικές λέξεις: θεϊκός

θεϊκός ανθρωπομορφισμός, θεϊκός σίδηρος, θειικός σίδηρος, θειικός χαλκός

Συνώνυμα: θεϊκός

θείος, θεοειδής

Μεταφράσεις: θεϊκός

θεϊκός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
divine, godlike, heavenly, a divine

θεϊκός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
eclesiástico, divino, adivinar, divina, divinos, divinas

θεϊκός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geistlich, priester, pfarrer, göttlich, geistliche, göttlichen, göttliche, göttlicher, Gottes

θεϊκός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
augurer, ecclésiastique, divin, prêtre, deviner, présager, annoncer, spirituel, pressentir, divine, Dieu, divines

θεϊκός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divino, divine, divina, Dio

θεϊκός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
divino, eclesiástico, divina, divine, divinos

θεϊκός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goddelijk, geestelijke, goddelijke, de goddelijke, God, Gods

θεϊκός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
небесный, пророческий, божественный, божий, божеский, божественное, божественная, божественной, божественным

θεϊκός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
guddommelig, guddommelige, Guds

θεϊκός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
präst, spå, gudomlig, gudomliga, gudomligt, Guds, gudom

θεϊκός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pappi, armoitettu, jumalallinen, jumalainen, jumalallisen, jumalallista, jumalallisesta

θεϊκός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
guddommelig, guddommelige, guddommeligt, den guddommelige, Guds

θεϊκός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předvídat, duchovní, hádat, vytušit, předpovídat, božský, kněz, uhádnout, božské, božská, božskou, boží

θεϊκός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
boski, zgadywać, przepowiadać, boży, domyślać, duchowny, boskie, boska, boską, boskim

θεϊκός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
isteni, az isteni, Isten, mennyei

θεϊκός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tanrısal, ilahi, kutsal, ilahi bir, ilahî

θεϊκός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
божественний, пророчий, божественне

θεϊκός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hyjnor, hyjnore, shenjtë, hyjnor i, i shenjtë

θεϊκός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
божествен, божествена, божествената, божествено, божественото

θεϊκός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чароўны, боскі, бажэственны, чароўнае, боскае

θεϊκός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jumal, taevaisa, taevalik, jumalik, jumaliku, jumalikku, jumalikust, jumalikud

θεϊκός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
božanski, božanska, božansko, božanske, božanskog

θεϊκός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
guðlega, guðdómlega, guðlegur, guðdómlegur, guðleg

θεϊκός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
divinus

θεϊκός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dieviškas, dieviškasis, dieviška, dieviškoji, dieviškojo

θεϊκός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dievišķīgs, dievišķo, dievišķā, dievišķi, dievišķais, dievišķa

θεϊκός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
божествена, божествено, божественото, божествената, божествен

θεϊκός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
divin, divină, divine, divina, zeiasca

θεϊκός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
božanska, divine, božansko, božanski, božja

θεϊκός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
boží, božský, nádherný, Boží, božského, božské
Τυχαίες λέξεις