Ελαττώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ελαττώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verkleinen, verlagen, reduceren, inkorten, verminderen, inkrimpen, vereenvoudigen, zetten, afnemen, herleiden, Bate, verminder, aas, Batè
Ελαττώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελαττώνω

βελτιώνω συνωνυμα, ελαττώνω συνωνυμα, ελαττώνω στα αγγλικα, ελαττώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ελαττώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ελαττωματικός στα ολλανδικά - gebrekkig, defect, defectief, defecte, gebrekkige, defect is
  • ελαττώνομαι στα ολλανδικά - afnemen, dalen, tanen, retour, tanende, wane
  • ελαφρόμυαλος στα ολλανδικά - frivool, wuft, lichtzinnig, warhoofd, scatterbrained, een warhoofd
  • ελαφρύνω στα ολλανδικά - verzwakken, verdunnen, verzachten, vergoelijken, extenuate
Τυχαίες λέξεις
Ελαττώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verkleinen, verlagen, reduceren, inkorten, verminderen, inkrimpen, vereenvoudigen, zetten, afnemen, herleiden, Bate, verminder, aas, Batè