Interest στα ελληνικά
Μετάφραση: interest, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόκος, επιτόκιο, ενδιαφέρον, ενδιαφέροντος, συμφέρον, συμφέροντος
Μεταφράσεις
- interessant στα ελληνικά - ενδιαφέρων, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέροντα, ενδιαφέρουσες
- interesseren στα ελληνικά - επιτόκιο, τόκος, ενδιαφέρον, ενδιαφέροντος, συμφέρον, συμφέροντος
- intermitterend στα ελληνικά - διαλείπων, διαλείπουσα, διακοπτόμενη, διαλείπουσας, διαλείπον
- intern στα ελληνικά - εσωτερικώς, εσωτερικός, εσωτερικό, μέσα, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, ...
Τυχαίες λέξεις
Interest στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόκος, επιτόκιο, ενδιαφέρον, ενδιαφέροντος, συμφέρον, συμφέροντος
Μεταφράσεις: τόκος, επιτόκιο, ενδιαφέρον, ενδιαφέροντος, συμφέρον, συμφέροντος