Τόκος στα ολλανδικά

Μετάφραση: τόκος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
interesseren, interest, belangstelling, rente, aangelegenheid, voordeel, belang, interesse
Τόκος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τόκος

τόκος υπερημερίας νπδδ, τόκος υπερημερίας δημοσίου 6, τόκος υπερημερίας υπολογισμός, τόκος επιδικίας, τόκος δημοσίου, τόκος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τόκος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τυχερός στα ολλανδικά - gelukkig, geluk, het geluk, gelukkige, lucky
  • τωρινός στα ολλανδικά - stroom, loop, tegenwoordig, huidig, stroming, actueel, courant, ...
  • τόλμη στα ολλανδικά - lef, koen, stoutmoedig, driest, stout, uitdaging, stoutmoedigheid, ...
  • τόλμημα στα ολλανδικά - gedurfd, stoutheid, stoutmoedigheid, lef, brutaal, uitdaging, gedurfdheid, ...
Τυχαίες λέξεις
Τόκος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: interesseren, interest, belangstelling, rente, aangelegenheid, voordeel, belang, interesse