Inwendig στα ελληνικά
Μετάφραση: inwendig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εσωτερικός, μέσα, εσωτερικώς, εσωτερικό, εσωτερικά, στο εσωτερικό, εσωτερικό της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- invriezen στα ελληνικά - παγώνω, παγερός, κρουσταλλιάζω, καταψύχω, ψύξη, πάγωμα, παγώσει, ...
- invullen στα ελληνικά - γεμίζω, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, συμπληρώστε την, να συμπληρώσετε, συμπληρώσουν
- inwendige στα ελληνικά - εσωτερικό, μέσα, εντός, στο εσωτερικό, μέσα σε
- inwerken στα ελληνικά - επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Τυχαίες λέξεις
Inwendig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εσωτερικός, μέσα, εσωτερικώς, εσωτερικό, εσωτερικά, στο εσωτερικό, εσωτερικό της
Μεταφράσεις: εσωτερικός, μέσα, εσωτερικώς, εσωτερικό, εσωτερικά, στο εσωτερικό, εσωτερικό της