Μέσα στα ολλανδικά

Μετάφραση: μέσα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
intern, binnen, binnenste, inwendig, te, daarbinnen, binnenlands, per, in, op, onder, bij
Μέσα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέσα

μέσα σου βρίσκομαι στίχοι, μέσα σου βρίσκομαι, μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μεταφοράς, μέσα από τις φλόγες, μέσα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μέσα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μέρισμα στα ολλανδικά - dividend, dividenden, dividendbeleid, het dividend
  • μέρος στα ολλανδικά - treincoupé, standpunt, lokaal, zetten, smet, stand, compartiment, ...
  • μέση στα ολλανδικά - middelmaat, leest, midden, gemiddeld, taille, binnenste, middelpunt, ...
  • μέσο στα ολλανδικά - trant, werktuig, middel, wijze, manier, middelen, behulp, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέσα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: intern, binnen, binnenste, inwendig, te, daarbinnen, binnenlands, per, in, op, onder, bij