Εσωτερικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: εσωτερικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
binnenlands, binnenste, inwendig, intern, interne, de interne, inwendige
Εσωτερικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εσωτερικός

εσωτερικός κανονισμός, εσωτερικός μονόλογος, εσωτερικός έλεγχος, εσωτερικός κανονισμός εμπ, εσωτερικός συντελεστής απόδοσης, εσωτερικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εσωτερικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εσωκλείω στα ολλανδικά - insluiten, omsluiten, omheinen, voor Ouders, Informatie voor Ouders
  • εσωτερικό στα ολλανδικά - intern, binnenlands, inwendig, inwendige, binnenste, interieur, binnenland, ...
  • εσωτερικώς στα ολλανδικά - binnenlands, inwendig, intern, binnenste, innerlijk, interne, binnenlandse
  • εσύ στα ολλανδικά - je, ge, jou, jullie, jij, u, kunt
Τυχαίες λέξεις
Εσωτερικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: binnenlands, binnenste, inwendig, intern, interne, de interne, inwendige