Item στα ελληνικά

Μετάφραση: item, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιχμή, επισημαίνω, μόριο, λεπτομέρεια, στίγμα, δείχνω, πράγμα, κομμάτι, απαριθμώ, αριθμός, θραύσμα, σωματίδιο, κομματάκι, είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, στοιχείου
Item στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • isoleren στα ελληνικά - διαχωρίζω, απομονώνω, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
  • isolering στα ελληνικά - αποκόλληση, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
  • ja στα ελληνικά - ναι, Yup, Το Yup
  • jaar στα ελληνικά - χρόνος, χρονιά, έτος, έτους, χρόνο, περίοδο
Τυχαίες λέξεις
Item στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιχμή, επισημαίνω, μόριο, λεπτομέρεια, στίγμα, δείχνω, πράγμα, κομμάτι, απαριθμώ, αριθμός, θραύσμα, σωματίδιο, κομματάκι, είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, στοιχείου