Karren στα ελληνικά
Μετάφραση: karren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιππεύω, βόλτα, ταξιδεύω, ατραξιόν, καροτσάκια, καρότσια, κάρρα, αμαξάκια, αμαξάκια του
Μεταφράσεις
- karper στα ελληνικά - κυπρίνος, κυπρίνου, κυπρίνους, κυπρίνων, κυπρίνο
- karpet στα ελληνικά - χαλί, μοκέτα, τάπητα, ταπήτων, χαλιού, χαλιών
- karretje στα ελληνικά - κουβαλώ, αραμπάς, άρμα, χειράμαξα, καλάθι
- kartel στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, συνδυάζω, καρτέλ, σύμπραξη, σύμπραξης, συμπράξεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Karren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιππεύω, βόλτα, ταξιδεύω, ατραξιόν, καροτσάκια, καρότσια, κάρρα, αμαξάκια, αμαξάκια του
Μεταφράσεις: ιππεύω, βόλτα, ταξιδεύω, ατραξιόν, καροτσάκια, καρότσια, κάρρα, αμαξάκια, αμαξάκια του