Keur στα ελληνικά

Μετάφραση: keur, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκλογές, επιλογή, μαζεύω, αναγόρευση, κασμάς, εκλεκτός, συλλέγω, επιλογής, την επιλογή, ποικιλία, η επιλογή
Keur στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • keuken στα ελληνικά - κουζίνα, κουζίνας, της κουζίνας, την κουζίνα
  • keukenmeid στα ελληνικά - μαγειρεύω, μάγειρας, Cook, Κουκ, μάγειρα, μαγείρισσα
  • keuren στα ελληνικά - λογοκριτής, επικρίνω, λογοκρίνω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, ...
  • keurig στα ελληνικά - εύσχημος, κομψός, εκλεπτυσμένος, αρμόζων, χαριτωμένος, καθωσπρέπει, σωστός, ...
Τυχαίες λέξεις
Keur στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκλογές, επιλογή, μαζεύω, αναγόρευση, κασμάς, εκλεκτός, συλλέγω, επιλογής, την επιλογή, ποικιλία, η επιλογή