Εκλεκτός στα ολλανδικά

Μετάφραση: εκλεκτός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
keus, alternatief, keuze, optie, keur, verkiezing, uitgekozen, gekozen, gekozen voor, de gekozen
Εκλεκτός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκλεκτός

εκλεκτός στα αγγλικά, εκλεκτός συνώνυμα, jacobs εκλεκτός, εκλεκτός αγγλικά, εκλεκτός συνώνυμο, εκλεκτός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκλεκτός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκλειπτική στα ολλανδικά - ecliptica, eclipticale, ecliptisch, ecliptische, de ecliptica
  • εκλεκτικός στα ολλανδικά - selectief, selectieve
  • εκλεπτυσμένος στα ολλανδικά - zwierig, keurig, delicaat, net, subtiel, fijn, iel, ...
  • εκλιπαρώ στα ολλανδικά - begeren, smeken, hunkeren, hunkeren naar, hunkert
Τυχαίες λέξεις
Εκλεκτός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: keus, alternatief, keuze, optie, keur, verkiezing, uitgekozen, gekozen, gekozen voor, de gekozen