Kijk στα ελληνικά

Μετάφραση: kijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλέμμα, σκηνή, σκοπιά, φαίνομαι, ιδού, έκφραση, κύρος, όψη, τοπίο, εμφάνιση, πρόσωπο, θωριά, τσιλιαδόρος, αντικρίζω, πλευρά, άποψη, ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, εξετάσουμε
Kijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kiezen στα ελληνικά - παίρνω, διαλέγω, ψήφος, εκλέγω, ψηφίζω, επιλέγω, για να επιλέξετε, ...
  • kiften στα ελληνικά - καυγάς, καυγαδίζω, φιλονικία, διαπληκτίζομαι, λογομαχία, από λογομαχία, λογομαχώ, ...
  • kijker στα ελληνικά - μάτι, μαρτυρώ, μάρτυρας, οφθαλμός, διόπτρες, κιάλια, τα κιάλια, ...
  • kijkspel στα ελληνικά - θέαμα, θεάματος, γυαλιών, το θέαμα, θέαμα που
Τυχαίες λέξεις
Kijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλέμμα, σκηνή, σκοπιά, φαίνομαι, ιδού, έκφραση, κύρος, όψη, τοπίο, εμφάνιση, πρόσωπο, θωριά, τσιλιαδόρος, αντικρίζω, πλευρά, άποψη, ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, εξετάσουμε