Πρόσωπο στα ολλανδικά

Μετάφραση: πρόσωπο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sujet, durf, grijns, uitzicht, individu, persoon, lef, aanblik, nummer, vent, gelaat, enkeling, knul, cijfer, gezicht, kijk, personen, iemand, persoon die, mens
Πρόσωπο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσωπο

πρόσωπο με πρόσωπο (1966), πρόσωπο με πρόσωπο, πρόσωπο ετυμολογία, πρόσωπο με γωνίες, πρόσωπο που προσπάθησε να κάνει τον κόσμο καλύτερο με την προσφορά του, πρόσωπο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πρόσωπο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πρόσχαρος στα ολλανδικά - voorkomend, aardig, zoet, joviaal, jovial, joviale, gemoedelijke, ...
  • πρόσχωμα στα ολλανδικά - proschoma
  • πρόταση στα ολλανδικά - frase, veroordelen, aanzoek, zin, beweging, bod, aanbieding, ...
  • πρότυπο στα ολλανδικά - gemiddeld, standaardmaat, regel, norm, gemiddelde, model, model van, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρόσωπο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sujet, durf, grijns, uitzicht, individu, persoon, lef, aanblik, nummer, vent, gelaat, enkeling, knul, cijfer, gezicht, kijk, personen, iemand, persoon die, mens