Kneuzing στα ελληνικά
Μετάφραση: kneuzing, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μώλωπας, μελανιά, μελανιάζω, μώλωπες, θλάση, μωλωπισμό, μωλωπισμών
Μεταφράσεις
- knersen στα ελληνικά - τρίζω, τρίζω τα δόντια, gnash, το gnash
- knetteren στα ελληνικά - τριζοβολώ, κροτάλισμα, τρίξιμο, crackle, τριγμός, τριζοβόλημα, τριγμού
- knevel στα ελληνικά - μουστάκι, το μουστάκι, μουστάκι του, mustache
- knevelarij στα ελληνικά - εκβιασμός, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβίαση, του εκβιασμού
Τυχαίες λέξεις
Kneuzing στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μώλωπας, μελανιά, μελανιάζω, μώλωπες, θλάση, μωλωπισμό, μωλωπισμών
Μεταφράσεις: μώλωπας, μελανιά, μελανιάζω, μώλωπες, θλάση, μωλωπισμό, μωλωπισμών