Kwijlen στα ελληνικά

Μετάφραση: kwijlen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλιάζω, σαλιαρίζω, μωρολογώ, drool, σάλια, σάλια τρέχουν
Kwijlen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kwiek στα ελληνικά - ξυπνώ, οξυδερκής, μυτερός, κοφτερός, συναγερμός, γοργός, εύστροφος, ...
  • kwijl στα ελληνικά - σάλι, σωλιάνω, σαλιάζω
  • kwijnen στα ελληνικά - κατακεραυνώνω, εξασθενώ, ατονήστε, μαραζώνουν, να μαραζώνουν, μαραζώνουμε
  • kwijtraken στα ελληνικά - χάνω, χάνουν, χάσετε, χάσουν, να χάσουν, χάσει
Τυχαίες λέξεις
Kwijlen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλιάζω, σαλιαρίζω, μωρολογώ, drool, σάλια, σάλια τρέχουν