Σαλιαρίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: σαλιαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwijlen, kwijl, drool, kwijlt, laat me kwijlen
Σαλιαρίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαλιαρίζω

σαλιαρίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σαλιαρίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σαλεύω στα ολλανδικά - verleggen, bewegen, verlopen, aandoen, treffen, verplaatsen, doen, ...
  • σαλιάζω στα ολλανδικά - kwijlen, zeveren, kwijl, slobberen, opslobberen, gekwijl
  • σαλιγκάρι στα ολλανδικά - huisjesslak, slak, snail, slak van, slakken, De slak
  • σαλόνι στα ολλανδικά - canapé, rustbank, salon, zaal, kapsalon, Salon van, de Salon van, ...
Τυχαίες λέξεις
Σαλιαρίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kwijlen, kwijl, drool, kwijlt, laat me kwijlen