Lady στα ελληνικά

Μετάφραση: lady, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασιλιάς, ρήγας, βασίλισσα, κυρία, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που
Lady στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • laden στα ελληνικά - φορτώνω, βάρος, ζαλίκι, γεμίζω, φορτίο, κατηγορία, φροντίδα, ...
  • lading στα ελληνικά - φορτίζω, φορτώνω, φορτίο, βάρος, γεμίζω, φόρτωση, αποστολή, ...
  • laf στα ελληνικά - φοβισμένος, άνανδρος, δειλή, άνανδρες, άνανδρη, δειλός
  • lafaard στα ελληνικά - δειλός, δειλό, δειλή, δειλά, δειλία
Τυχαίες λέξεις
Lady στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασιλιάς, ρήγας, βασίλισσα, κυρία, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που