Λέξη: σκορβούτο

Σχετικές λέξεις: σκορβούτο

σκορβούτο συμπτώματα, σκορβούτο wiki, το σκορβούτο

Μεταφράσεις: σκορβούτο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scurvy, of scurvy, a scurvy
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escorbuto, el escorbuto, scurvy, del escorbuto
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
skorbut, gemein, Skorbut, scurvy, Scorbut, Skorbuts, Skorbut zu
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ignoble, bas, teigneux, vil, abject, scorbut, le scorbut, du scorbut, de scorbut
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vile, scorbuto, lo scorbuto, scurvy, di scorbuto, dello scorbuto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escorbuto, o escorbuto, scurvy, do escorbuto
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheurbuik, scheurbuik te, van scheurbuik, droge schurftheid, scurvy
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цинга, презренный, мерзавец, цинги, цинге, цингой, цингу
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjørbuk, scurvy, skabb, skjørbuken
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skörbjugg, scurvy, skorbjugg, skabb
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keripukki, kurja, scurvy, keripukkia, keripukkiin, halpamainen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skørbug, af skørbug
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nízký, hnusný, mrzký, hanebný, podlý, kurděje, skorbut, kurdějí, kurdějím, kurději
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szkorbut, podły, gnilec, szkorbutu, gałgański, bydlęcy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
skorbut, a skorbut, skorbutot, skorbuthoz
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iskorbüt hastalığı, aşağılık, iskorbüt, scurvy, pislik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цинга, мерзотник
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skorbut, i poshtër, ekzemë, një ekzemë, poshtër
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скорбут, скорбута, на скорбут, скорбутът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цынга
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
skorbuut, alatu, skorbuudi, ka skorbuudi, skorbuuti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prljav, podao, nizak, skorbut, skorbuta, o skorbutu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skyrbjúg
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
niekingas, skorbuto, skorbutas, niekšiškas, bjaurus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skorbuts, zemisks, nekrietns, nelietīgs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скорбут, долна, скорбутот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scorbut, scorbutul, scorbutului, de scorbut, scorbut a
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skorbut, Podel, Umazan
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skorbut
Τυχαίες λέξεις