Later στα ελληνικά

Μετάφραση: later, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταγενέστερα, έπειτα, διαρκώ, μετά, μεταγενέστερος, κατόπιν, τελευταίος, φτουρώ, αργότερα, συνέχεια, στη συνέχεια
Later στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lat στα ελληνικά - πηχάκι, πήχη, το πηχάκι, lath, πηχακιού
  • laten στα ελληνικά - αιτία, σκοπός, προκαλώ, επιτρέπω, προξενώ, φτιάχνω, κατασκευάζω, ...
  • latuw στα ελληνικά - μαρούλι, μαρούλια, μαρουλιού, τα μαρούλια, το μαρούλι
  • laurier στα ελληνικά - δάφνη, Laurel, δάφνης, δάφνινο, Λόρελ
Τυχαίες λέξεις
Later στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταγενέστερα, έπειτα, διαρκώ, μετά, μεταγενέστερος, κατόπιν, τελευταίος, φτουρώ, αργότερα, συνέχεια, στη συνέχεια