Leidend στα ελληνικά
Μετάφραση: leidend, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορυφαίος, ηγετικός, κύριος, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, οδηγώντας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lei στα ελληνικά - πλάκα, σχιστόλιθος, σχιστόλιθο, σχιστόλιθου, ο σχιστόλιθος
- leiden στα ελληνικά - διαγωγή, εξουσιάζω, φέρσιμο, έλεγχος, μόλυβδος, λουρί, συμπεριφορά, ...
- leiding στα ελληνικά - κατεύθυνση, σκηνή, εξέδρα, σκηνοθετώ, πλατφόρμα, στάδιο, φάση, ...
- leidingen στα ελληνικά - πίπα, σωλήνας, σωλήνωση, αυλός, γραμμές, γραμμών, σειρές, ...
Τυχαίες λέξεις
Leidend στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορυφαίος, ηγετικός, κύριος, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, οδηγώντας
Μεταφράσεις: κορυφαίος, ηγετικός, κύριος, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, οδηγώντας