Loskopen στα ελληνικά
Μετάφραση: loskopen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαγορά, λύτρα, εξαγοράζω, εξαργυρώνω, εξαγοράσει, εξαργυρώσετε, εξαργυρώνουν, εξαργυρώσουν
Μεταφράσεις
- losheid στα ελληνικά - εγκατάλειψη, χαλαρότητα, χαλάρωση, χαλαρότητας, λασκάρει, looseness
- losjes στα ελληνικά - χαλαρά, αόριστα, χαλαρώς, χαλαρή, χαλαρό
- loslaten στα ελληνικά - αυτεξούσιος, δωρεάν, λάσκος, κυκλοφορώ, δημοσιεύω, μπόσικος, χαλαρός, ...
- losmaken στα ελληνικά - χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Τυχαίες λέξεις
Loskopen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαγορά, λύτρα, εξαγοράζω, εξαργυρώνω, εξαγοράσει, εξαργυρώσετε, εξαργυρώνουν, εξαργυρώσουν
Μεταφράσεις: εξαγορά, λύτρα, εξαγοράζω, εξαργυρώνω, εξαγοράσει, εξαργυρώσετε, εξαργυρώνουν, εξαργυρώσουν