Λέξη: νάρθηκας
Σχετικές λέξεις: νάρθηκας
νάρθηκας καρπού και αντίχειρα, νάρθηκας βρυγμού κοστος, νάρθηκας για κότσι, νάρθηκας βρυγμού τιμη, νάρθηκας δακτύλου, νάρθηκας βρυγμού, νάρθηκας φυτό, νάρθηκας καρπού, νάρθηκας ναού, νάρθηκας ποδοκνημικής
Συνώνυμα: νάρθηκας
σχίζα, πελεκούδι, συνδετήρ σπασμένου οστού
Μεταφράσεις: νάρθηκας
νάρθηκας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
splint, splints, narthex, stent, orthosis
νάρθηκας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tablilla, férula, férula de, entablillado, splint
νάρθηκας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
splint, Schiene, Schienen
νάρθηκας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fragment, planchette, écharde, latte, éclat, éclisser, éclisse, tronçon, attelle, gouttière, attelle de, orthèse
νάρθηκας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stecca, splint, tutore, stecca di, steccobenda
νάρθηκας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tala, splint, tala de, tampão, tamponamento
νάρθηκας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spalk, splint, splinter, spalken
νάρθηκας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лыко, осколок, накостник, лубок, щепа, шина, шины, шину, тутор
νάρθηκας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
splint, skinne, skinnen, spjelke
νάρθηκας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spjäla, splint, skena, skenan
νάρθηκας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lasta, lastaan, lastan, splint, Purentakisko
νάρθηκας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skinne, bandagen, skinnen, hejsespil, armskinne
νάρθηκας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tříska, laťka, prkénko, úlomek, štěpina, dláha, dlážka, splint, dlaha, dlahy
νάρθηκας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
deszczułka, łyko, szyna, odłamek, łubki, splint, szyny, szyna do unieruchomienia, szynę
νάρθηκας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szárkapocs-csont, gyémántszilánk, szárcsont, gyémántforgács, faháncs, szilánk, sínpólya, splint, sín, sínt
νάρθηκας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cebire, splint, atel, ateli, splinti
νάρθηκας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шина
νάρθηκας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paftë metalike, allçi, jaki, i paftë metalike, copë
νάρθηκας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шина, шина на, парче, треска, тумор на надкостницата
νάρθηκας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шына
νάρθηκας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahas, splint, splinti, vaakumlahas
νάρθηκας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
daščica, šina, uložak, liko, udlaga, udlage, rascjepkom
νάρθηκας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spelka, spelkan
νάρθηκας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įtvaras, plaušas, atplėša, lunkas, antkaulis
νάρθηκας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lūksne, krija, šinas, longete, šina
νάρθηκας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фибула, шина, треска
νάρθηκας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atelă, atela, splint, atelă de, șplint
νάρθηκας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
úlomek, opornica, splint, opornico, opornica za, Lik
νάρθηκας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dlaha, dláh, dlahu, dlahou, dlahy